Πέμπτη 31 Μαΐου 2007

Να μην υπάρξει άλλη "Αμαλία" !

Μην πάρεις φακελάκι - Μην δώσεις φακελάκι

Τετάρτη 30 Μαΐου 2007

κάθαρση


Photo by rockerdem


get out... get out... get out...


Ντουζ. Καυτό νερό να τρέχει πάνω μου και το δέρμα να κοκκινίζει. Ατμοί Αποπνικτικοί. Ατμόσφαιρα Ασφυκτική. Η ανάσα βγαίνει με δυσκολία. Εικόνες στη μπανιέρα σαν από ταινία, ξυράφια στους καρπούς και το αίμα να ρέει κινηματογραφικά. Θέλω να λιώσω και να με παρασύρει η αποχέτευση. Αυτός ο πόνος στην αριστερή ωμοπλάτη επανήλθε. Αισθάνομαι την ανάγκη να απομονωθώ. Είδα... Ένιωσα... Άκουσα... Είπα... Αντιλαμβάνομαι περισσότερα απ’ όσα σου δείχνω. Το παιχνίδι δεν είναι επί ίσοις όροις και το ξέρεις. Αναρωτιέσαι σε ποιον απ’ όλους απευθύνομαι; Σε σένα μιλάω. Εσένα που διαβάζεις και καταλαβαίνεις. Λένε πως η αλήθεια είναι υποκειμενική. Αλήθεια είναι! Εγώ βλέπω μόνο τη δική μου αλήθεια. Αυτή που θέλω, αυτή που με βολεύει. Η δική σου ποια είναι;


Τέρμα τα γκάζια πάλι απόψε και ρακόμελα. Κι ένα φεγγάρι 3/4 να με καταδιώκει από ψηλά. Με ξέρεις; Νομίζεις στ’ αλήθεια πως με ξέρεις; Ή βλέπεις απλά αυτό που θα ήθελες να είμαι; Κάτι μέσα μου θέλει να βγει, ν’ αναστηθεί. (Ανα) Γέννηση = Πόνος. Δεν πονάς μόνο εσύ, πονάω κι εγώ. Μα δεν τον χρησιμοποιώ. Μπορώ να σε χειραγωγήσω. Μα δε θα ήμουν ο εαυτός μου τότε. Προτιμώ να είμαι ΕΓΩ. Κομμάτια... χίλια δυο. Μορφές και λόγια. Μουσικές, βήματα, χρώματα και σχήματα. Κάποιος μου μίλησε για γρανάζια. Το δικό μου μάλλον σκούριασε και χάλασε. Σε παρακαλώ, φτιάξε με! Θέλω να γίνω Όμορφος Άνθρωπος.



Photo by PAtScHWOrK


* σ' ευχαριστώ που μου έδωσες μια αφορμή για να μη σταματήσω

07-04-2007


Ενα γιατί



ξαπλώνεις
μοιάζεις γαλήνια
μα η τρικυμία είναι από μέσα
μπορώ να το δω στα σφιγμένα σου μάτια
στα χέρια σου που κλείνεις ανάμεσα στα γόνατα
χωρίς κανένα δάκρυ, ούτε λυγμό να σε τραντάζει
είναι για μένα η θύελλα;
είναι μόνο δική σου;
αφήνω μόνο το γιατί μου εκεί
δίπλα στο προσκεφάλι
και φεύγω ανολοκλήρωτος, ανήμπορος...

Σβήσε το φως και άκουσέ το.



Ποτέ δεν κατάλαβα πώς τρύπωσε στην ζωή μου. Κάπου εκεί, στα ξημερώμτα αυτού του απαίσιου και βασανιστικού Φλεβάρη έξω από ένα μπαρ της Πανόρμου, σε ένα διαμέρισμα στο Γουδί, σε μια στροφή στην Αμαλίας, σε ένα φανάρι της Περαιώς, σε ένα φέρυ-μποτ για Σαλαμίνα, σε μια χαραυγή στο σπίτι του Σικελιανού μαζί με τους γλάρους, στα σκεπάσματα από κάτω, στον πρωινό καφέ που έμοιαζε με ένεση πραγματικότητας, στα ερτζιανά που μου τσάκιζαν τα νεύρα, στα ταξίδια που δεν έκανα ποτέ μόνος, στη βροχή που μας σάπισε τις τελευταίες ημέρες, στα χαρτιά μου που είνα πιο χλωμά από ποτέ στην πέννα μου που δεν λέει να ξεπιαστεί.

Δεν είναι άλλο. Αυτό είναι. Σβήσε το φως και άκουσέ το.

Τρίτη 29 Μαΐου 2007

01610


Απόγευματα κι απομεσήμερα κι αποξημερώματα. Μια ομορφιά οι λέξεις με την πρόθεση αυτή. Από μικρή την αγαπούσα. Έλα να στρώσουμε ρολόγια παντού γύρω μας κι ύστερα ν'αγκαλιαστούμε και να τα δούμε να σταματάνε. Πόση δύναμη έχουμε όταν αγκαλιαζόμαστε; Έλα να το μετρήσουμε. Είμαι σίγουρη πως ο χρόνος θα σταματήσει. Μπορεί και να τον ακούσουμε να κλαίει. Πώς να κλαίει ο χρόνος; Πάντα είχα την απορία. Σιωπηλά μάλλον. Σαν τον μεγάλο πόνο ε; Μου έχει λείψει μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Στα σκοτάδια με ξεκούρδιστα πιάνα και καυλωμένα βιολιά και βιαστικά τζιτζίκια. Να χορέψουμε με ελάχιστες κινήσεις. Αυτή είναι η μαγεία του χορού. Χωρίς φιοριτούρες. Κι η μαγεία της ζωής το ίδιο. Και πιό πολύ η μαγεία της ποίησης. Ποίηση είναι οι λίγες όμορφες λέξεις που σ'ενα στενό μυαλό δεν ταιριάζουν να'ναι μαζί. Εγώ ξέρω πως ποίηση είναι καθόλου λέξεις. Ποιητές είναι εκείνοι που μπορούν να με κάνουν να κλείσω τα μάτια μου όταν είμαι κοντά τους. Κι εγώ το'χω καταφέρει μερικές φορές. Περιμένω με λαχτάρα την εποχή που όλοι οι άνθρωποι που αγαπάω θα είναι μαζί μου με κλειστά μάτια. Θα τους αγγίζω σε κάποιο αγαπημένο σημείο απαλά κι εκείνοι θα μένουν εκεί ξυπνοκοιμισμένοι. Θα ακουμπάω την ποίησή μου πάνω τους χωρίς λέξεις. Πόσο μεγάλη ποιήτρια θα είμαι τότε! Μπορεί μια τέτοια στιγμή να διαλέξω να πεθάνω αν και μάλλον ο θάνατος τότε θα κλαίει αγκαλιά με το χρόνο. Απαρηγόρητοι από το κακό που τους έκανα, οι δυό μεγάλοι μου εχθροί θα κλαίνε με γυρισμένες τις πλάτες τους κι εγώ θα τις βλέπω να τρέμουν από τους λυγμούς. Είναι πάλι απόγευμα. Κι είναι πάλι Μάης. Και το ραβδί που κρέμεται από τα μαλλιά μου είναι πολύ μπλε και πολύ σκούρο για σήμερα. Του προσθέτω μερικές πορτοκαλί μάλλινες χάντρες. Βάφω και τα νύχια μου πορτοκαλί. Η πληγή μου κλείνει κι οι βροχές σταμάτησαν. Πλάκα δεν έχει η φωνή μου που είναι τόσο βαριά; Ειδικά σήμερα που είναι τόσο βραχνή; Μ'αρέσει να σκάω στα γέλια όταν βραχνιάζω. Λέω ν'ασχοληθώ με την κατασκευή αγκαλιάς με γεύση πορτοκάλι σήμερα. Θα με βοηθήσεις;

Σάββατο 26 Μαΐου 2007


Πέμπτη 24 Μαΐου 2007

Όσο μπορείς...



Δρόμοι παράξενοι με φέραν εδώ πέρα
Ξέφρενοι έρωτες με δώσανε φτηνά
Τόσες αγάπες και δεν είδα άσπρη μέρα
Τόσα ταξίδια της ψυχής στο πουθενά

Όμως εσύ που δε σε χόρτασα ποτέ μου
Είσαι μια πόλη που δεν έζησε κανείς
Είναι η ανάσα σου το φύσημα του ανέμου
Και το κορμί σου δυο σταγόνες της βροχής

Βρέξε Θεέ μου όσο μπορείς
Οι αγάπες της νύχτας πεθαίνουν νωρίς
Βρέξε Θεέ μου όσο μπορείς
Οι αγάπες πεθαίνουν νωρίς

Δρόμοι παράξενοι με φεραν εδώ πέρα
Ψεύτικα όνειρα μου πήρανε το νου
Εχθροί και φίλοι μου σκορπίσαν στον αέρα
Και κάποιοι άραζαν σε μι’ άκρη τ’ ουρανού

Όμως εσύ που δε σε χόρτασα ποτέ μου
Είσαι μια λέξη που δεν άκουσε κανείς
Κάτι σαν ήχος που μου λέει άνοιξε μου
Κάτι σαν χτύπημα στο τζάμι της βροχής
Οι στίχοι είναι του Βασίλη Γιαννόπουλου.
Η μουσική του "Διαόλου".
Τραγουδά ο Βασίλης.

2412110

Ανέβηκε ψηλά να δει τί έχει από κάτω. Έκανε μια βόλτα να βρει όλα εκείνα που ξέχασε σε παλιές διαδρομές. Έγδαρε τα χέρια της προσπαθώντας να ξεθάψει παλιά συναισθήματα. Έκλεισε τα μάτια της για να ονειρευτεί τις παλιές τις μέρες. Αφαίρεσε προσεκτικά από το μυαλό της όλες τις λέξεις με χαμηλά λιπαρά που αναγκάστηκε να πει στη ζωή της. Αποφάσισε πως απο'δω και πέρα μονάχα κόντρα στους ανέμους θα πετάει. Με όποιο κόστος. Τί παραπάνω θα μπορούσε να πάθει; Ξάπλωσε να κοιμηθεί. Χάιδεψε το στήθος της για να νανουριστεί. Κατάλαβε πως ο,τι ζούμε το ζούμε με ανοιχτά μάτια. Με κλειστά, απλά το ξαναθυμόμαστε...Κι ίσως το φέρνουμε στα μέτρα μας. Ίσως το απομακρύνουμε...Ίσως το αποζητάμε...

Τετάρτη 23 Μαΐου 2007

12 Αυγουστου


Photo by Nathaniel Goldstock

12 Αυγουστου.

Περιφορα θρησκευτικου λειψανου.

Κοσμος προσευχεται για λιγο νερο.
Για βροχη. Οχι για καθαρση, αλλα για τη διψα του.

Λιτανεια. Λεξη ερωτικη.

Προσευχεται οχι για βροχη επουρανια,

αλλα για επιγεια.

Καθως κοιμαται θα σταθει ορθια πανω απο το κεφαλι του

θα ανοιξει τα ποδια της, ο ουρανος

και θ’ αρχισει

οξινη βροχη.
















metallica_The unforgiven I

deprived of all my thoughts..

(ενα απο τα αγαπημενα τραγουδια. Για το videoclip δεν εχω λογια..)

Δευτέρα 21 Μαΐου 2007

Parallel Synchronized Randomness


Photo by Valentina Kallias

P. S. R. Parallel Synchronized Randomness.
An interesting brain rarity and our subject for today.

Two people walk in opposite directions at the same time and then they make the same decision at the same time.
Then they correct it, and then they correct it, and then they correct it, and then they correct it, and then they correct it.

Basically, in a mathematical world these two little guys will stay looped for the end of time.
The brain is the most complex thing in the universe and it's right behind the nose.

υΔΆΤΙΝΟς κΌΣΜΟς


Photo by kil1k



Έβρεξε χθες έναν κατακλυσμό. Και γέμισε άξαφνα η πόλη λίμνες, ποτάμια και κανάλια. Κι έσταζαν στο παρπρίζ τα δάκρυα τ΄ ουρανού και πάλευα να δω ανάμεσα στις στάλες. Θολός ο κόσμος, ακροβατούσα στα τυφλά, με την αφή θαρρείς πως ένιωθα την άσφαλτο. Τι να σου κάνουν οι πυξίδες; Κοίτα τ’ αστέρια, αυτά ξέρουνε καλύτερα το δρόμο. Μέσα στο σκάφανδρο προστατευμένη, παρατηρούσα μέσα από το τζάμι όποια μορφή ζωής ξενυχτισμένης. Σε μια στροφή φοβήθηκα, πάσχιζα να κρατήσω το τιμόνι, τα χέρια αδύναμα, ζαλισμένο το μυαλό, δεν άντεξα και παραδόθηκα στη δίνη του ωκεανού. Τα λάστιχά μου κολυμπούσαν ύπτιο. Τρομάζω σαν πηγαίνω με την πλάτη. Μα τότε πρόσεξα τα μουσκεμένα μου μαλλιά που έσταζαν στους ώμους και τις μεμβράνες που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στα δάχτυλα. Λέπια γεμίσαν οι γοφοί κι οι γάμπες, γυμνό το στήθος πρόβαλε, μορφή γοργόνας. Γύρισα πίσω εκεί που ανήκω, εξ αρχής κόσμου ήταν η θάλασσα. Πότισε το κορμί μου ως το κόκκαλο, μα ένιωθα παράξενα οικεία. Βούτηξα στο βυθό κάτω απ’ την άσφαλτο κι είδα έναν κόσμο αλλότριο. Τσούχτρες, κοράλια κι αχινοί, σελάχια, χέλια και δελφίνια, όλα μου κάνανε παρέα. Μου μίλησαν σαν να με ξέραν χρόνια και μου ‘πανε να ξαναβγώ στην επιφάνεια. Μεγάλο μέρος του κορμιού μου αποτελείται από νερό, γιατί να μην μπορώ να μείνω εδώ που ανήκω; Εκεί πάνω δε με κρατάει τίποτ’ άλλο. Βυθίζομαι στη δίνη του νερού, νιώθω να πνίγομαι μα δεν υποφέρω. Το σώμα μου αιωρείται, κινήσεις απαλές, χορεύω και τα ρούχα μου Σαλώμης πέπλα που χορεύουνε μαζί μου. Μπροστά στα μάτια μου περνά η ζωή μου όλη. Πρώτα γενέθλια, η γέννηση ενός αδερφού, παιχνίδια στην άμμο, το πατρικό μας σπίτι, σχολείο, αλάνες, γειτονιά, ματωμένα γόνατα, κοπάνες, καρδιοχτύπια, έρωτες, ο παππούς, η γιαγιά, γάμοι, χαρές, ένα μωρό που δε γεννήθηκε ποτέ, χωρισμοί, πτήσεις, φιλιά... κρεβΆτια, κρεβΆτια, κρεβΆτια.... μοναξιά. Εδώ κάτω υπάρχει μόνο νερό. Νιώθω πως γύρισα ξανά στη μήτρα. Σκοτάδι. Ύπνος. Μάνα - θάλασσα. Ούτε τα βλέφαρα δεν κλείνουν, τα μάτια υγρά όπως πάντα θα ‘πρεπε να είναι, το στόμα μισάνοιχτο δεν αναπνέει, μπουρμπουλήθρες gin tonic, είμαι σαν μέδουσα οκνή, διάφανη και στραφταλίζω. Νιώθω πως χάνομαι γλυκά, δε νιώθω πόνο, δε νιώθω τίποτα. Είμαι Γη και Ουρανός, είμαι Νερό και Φωτιά, είμαι Αέρας, είμαι Ουσία. Ο πιο ανώδυνος θάνατος είναι αυτός από πνιγμό/ασφυξία…



Σάββατο 19 Μαΐου 2007

Stephanie

Ετοιμη να σπασει, να καταρευσει.

Δεν αντεχει το βαρος τοσων ανθρωπων πανω της.

Ο ρυθμος της αναπνοης της ακανονιστος.

Μικρες, βαριες, ασφυκτικες ανασες, χωρις λογο υπαρξης.

Αγνωστο περιβαλλον, ξενοι ανθρωποι.

Η φωνη της τρεμει.

Λεπτη ισορροπια.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

πλωτή


Φωτογραφία: ο έρωτας περνάει από το στομάχι



Ζέστη... κούραση... νύστα... Ποιο είναι χειρότερο από τ’ άλλο δεν ξέρω. Τα μεσημέρια η ίδια βασανιστική ακολουθία. Αυτήν τη φρικτή μουσική που μου γρατζουνάει τ’ αυτιά δεν την αντέχω. Μα συνεχίζω να την ακούω μαζοχιστικά γιατί με κάνει ν’ ανατριχιάζω και γιατί μου θυμίζει πράγματα. Θα ‘θελα να ‘μουν εντελώς αναίσθητη και να μη νιώθω τίποτα. Χθες βράδυ σαν να καθάρισε λιγάκι το μυαλό μου. Ήταν μια βόλτα πάνω σε πλοίο. Όχι σαν αυτά που ξέρεις, όχι απ’ αυτά που σε πάνε μακριά, μια μικρή κοντινή βόλτα ήταν, μα ο νους ταξίδεψε όσο του χρειαζόταν. Με φύσηξε ο αέρας και πήρε μαζί του όλα τα παλιά και τα σήκωσε. Τα ένιωθα να αιωρούνται στη θαλασσινή αύρα και ξάφνου να βυθίζονται και να πνίγονται στα σκούρα νερά. Μου φώναζαν «βοήθεια» μα επιδεικτικά τα αγνοούσα κι αποχαιρετούσα τα βάρη του παρελθόντος. Κι εκείνο το χρώμα το βαθύ σαν μωβ στο βάθος του ορίζοντα σαν πέφτει η νύχτα πάνω απ΄τα φώτα... μούχρωμα το λέω -δικό μου χρώμα- λέξη σκοτεινή και γεμάτη ενοχές. Λέξη που μου θυμίζει έρωτες και πάθη, μυστικά που μόνο η νύχτα τα σκεπάζει. Και τα φώτα... πόσες χιλιάδες φώτα! Μόνη μου θα ‘θελα να είμαι χθες. Όχι πως οι φωνές σας δε μου άρεσαν. Μα ήμουν εκεί, αλλά συνάμα δεν ήμουν. Έτρεχε ο λογισμός σε όσα δε φαντάζεσαι. Κι αν έβλεπες ένα μειδίαμα στα χείλη, ήταν επειδή σκεφτόμουν άλλα. Είχα καιρό να στηριχτώ σε κουπαστή τη νύχτα, να μυρίσω θάλασσα ζεστή και να στροβιλίσει τη φούστα μου η αύρα. Να μπλέξουν τα μαλλιά στα κεχριμπάρια που κρέμονται στ’ αυτιά και να μ’ αρέσει. Ήθελα να πιω πολύ και να μεθύσω, μα ποια αγκαλιά θα με βαστούσε στο κατόπι; Μονάχη πάλι θα κοιμόμουν. Να ‘μουνα λέει σ’ ένα νησί και να με ζώνει η θάλασσα. Και η μόνη εικόνα να ‘ναι μπλε. Μαύρο-μπλε της νύχτας και ν’ αντικρύζω μόνο το φεγγάρι. Ίσως και τα μάτια σου που λάμπουν. Έχεις αφουγκραστεί ποτέ το φλοίσβο; Στη Τζια τον ηχογράφησα ένα μεσημέρι. Κάθε που τον ξανακούω κλαίω. Μου λέει συνέχεια μυστικά, για μένα και για σένα που έφυγες. Πάρε με πάλι μια βόλτα στη θάλασσα, ταξίδεψέ με και μη λες τίποτα. Θυμάσαι;


Τετάρτη 16 Μαΐου 2007

29306


Δε φυσάει καθόλου. Λες κι ο αέρας κρατάει την αναπνοή του. Θυμάμαι μια νύχτα του χειμώνα. Είχα βγει βόλτα στα σκοτάδια. Τα φώτα της πόλης τρεμόσβηναν. Μπορεί να τρεμόσβηναν τα ματια μου, δε θυμάμαι. Φυσούσε με τέτοια δύναμη που νόμιζα πως ο αέρας έχει γενέθλια κι αυτό το φύσημα θα σβήσει τα φώτα. Του φώναξα Χρόνια πολλάααα, κάνε μια ευχή”... Τότε έγινε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ξαφνικά ο αέρας σταμάτησε. Τα φώτα δυνάμωσαν. Άρχισα να φοβάμαι. Έτρεξα μέχρι το σπίτι. Είχα μιλήσει με τον αέρα. Δεν το είπα πουθενά...

Και σήμερα; Σήμερα; Δε φυσάει. Θέλω να κάνω μια βόλτα.

Αγαπώ εκείνο το πουπουλένιο αεράκι που χα'ιδεύει τις λεπτές εκείνες χνουδοτριχες στο λαιμό. Σαν ένα χέρι που αγαπάς. Γυρίζεις να δεις και δεν βλέπεις κανέναν. Σαν εκείνα τα αναποφάσιστα χάδια που λατρεύω. Απλώνεις το χέρι σου να ακουμμπήσεις το δέρμα του άλλου και δεν ξέρεις ακόμη αν το δέρμα του αγαπάει τα ακροδάχτυλά σου. Ίσα που τον αγγίζεις, κι αν αντιδράσει, αν κουνηθεί, τότε τραβάς απότομα το χέρι σου και στέκεις ακίνητος σαν το παιδάκι που εχει κάνει ζημιά και περιμένει την τιμωρία του. Δε φυσάει καθόλου. Έχτισα την αυλή μου κάτω από την άρκτο κι ύστερα το ξέχασα. Το ξαναθυμήθηκα τις προηγούμενες μέρες κι εκείνη μου λέει καληνύχτα κάθε που ανοίγω την καγκελόπορτα. Το θέμα είναι πόσο παρελθόν μπορείς ν'αντέξεις κι εγώ μάλλον δεν αντέχω άλλο. Όμως με το μέλλον γελάω.

Ποτέ δεν μπόρεσα να το σκεφτώ με τη “σοβαρότητα” που του πρέπει. Τ ί είναι ο στόχος; Κι οι άνθρωποι που έχουν στόχους πώς είναι; Φοράνε γυαλιά; Είναι σοβαροί; Το να θέλεις να κατασκευάσεις ένα φιλί δεν είναι στόχος; Είναι το μοναδικό που μπορώ να σκεφτώ για το μέλλον.

Η Τετάρτη επιτέλους μυρίζει. Το γιασεμί μου αναρριχάται σιγα-σιγά. Μπορώ να κανονίσω μια βόλτα για το βράδυ. Θυμάμαι τα περσινά μου γενέθλια. Ολική έκλλειψη ηλίου. Δεν ήρθε κανείς να μου πει χρόνια πολλά. Ήταν όλοι στο Καστελόριζο. Εκδικήθηκα φέτος με μια μικρή τούρτα φράουλα. Αγαπώ όλες τις κουβέντες που δεν έχουν κανένα νόημα. Που βγαίνουν από το στόμα σα να μην έχουν άλλη επιλογή. Κι όσοι πνίγουν αυτά τα λόγια να'ναι καταραμμένοι. Θα αγοράσω ένα διαστημόπλοιο. Θα το ξεπαρκάρουμε το βράδυ και θα πάμε μια βόλτα κάτω από την επιφάνεια της γης. Διάστημα το λένε κι αυτό. Θα γυρισουμε αποκαμωμένοι από την έλλειψη οξυγόνου και θα φιληθούμε για να ζωντανέψουμε. Θα κοιμηθείς. Θα μείνω να σε κοιτάω γιατί λατρεύω τον ύπνο των ανθρώπων. Εκεί είμαστε όλοι ίσοι. Ανήμποροι. Ο αγαπημένος μου ποιητής λέει πως το να κανεις κακό σε κάποιον που κοιμάται είναι σα να σκοτώνεις ένα βρέφος. Ακούυυυυυυυυυς;;;; Ακούςςςςς ρε αρχίδι;

Παρασκευή 11 Μαΐου 2007

Ένα παραμυθάκι γεμάτο αγάπη

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό πουλάκι
κίτρινο, κατακίτρινο σαν ξανθό πουπουλάκι.
Εκείνο το καλοκαίρι είχε βαλθεί να κατακτήσει το φεγγάρι.
Είχε όμως ένα καημό δεν μπορούσε να πετάξει τόσο ψηλά
ώστε να κατακτήσει το φεγγάρι.
Ήταν άστεγο, ο καιρός ήταν ζεστός και ο ήλιος καρφωμένος στον ουρανό.
Αποφάσισε να πάει στο πάρκο για να σκεφτεί τι θα κάνει.
Έκανε βόλτες από'δω έκανε βόλτες απο'κει.
Καθώς όμως πήγαινε να καθήσει κάτω από τη μουριά
σκέφτηκε πως ο μόνος τρόπος για να κατακτήσει το
φεγγάρι ήταν να το ερωτευθεί.
Η αγάπη θέλει τόλμη και όνειρο.
Όταν έδυσε ο ήλιος, βράδυ πια το πουλάκι άρχισε σίγα-σιγά
να κλείνει τα ματάκια του γλυκά-γλυκά, έπεσε σε βαθύ ύπνο,
ονειρεύτηκε λοιπόν πώς ακούμπησε την καρδούλα
και το μάγουλο του φεγγαριού, όμορφη που είναι η ζωή με την αγάπη.
Όμορφο που είναι να σ'αγαπάει το φεγγάρι.
Όμορφο που είναι να πονάς γι'αυτόν που αγαπάς.
Όνειρο που είναι η ζωή, όμορφη που είναι η ζωή
είπε με αναστεναγμό το πουλάκι.
Όμως το πουλάκι μέσα στον ύπνο του ξέχασε να ξυπνήσει.
Αλήθεια, πόσο μεγάλο όνειρο είναι η αγάπη;
Πόσο μεγάλο όνειρο είναι ο έρωτας;
Το πουλάκι φώναξε δυνατά, πολύ δυνατά "φεγγαράκι σ'αγαπώ"
για να μπορέσει όμως να διατηρηθεί αυτή η αγάπη αιώνια
μια νεραϊδα μεταμόρφωσε το φεγγαράκι
και το πουλάκι σε δύο πανέμορφες παπαρούνες.
Και έτσι ζήσαν αυτοί καλά και ερωτευμένοι για πάντα και εμείς καλύτερα.

Βάσια Δανιά - Ένα παραμυθάκι γεμάτο αγάπη - Εκδόσεις Δανιά

(Αφιερώμενο στην Alicia και σε όσους αρέσει και τους πει κάτι. Σ'ευχαριστώ που με βοηθάς, σημαίνει πολλά...)




δακρυα ποταμια,λεξεις που φτυνω χωρις ηχο, πινω και..

δεν παλευεται ωρες ωρες η μοναξια.

δεν..

τα τραγουδια η μονη παρεα
"φθινοπωρο στον ερωτα αποψε ανατελλει" κι ας μπηκε ανοιξη..κι ας φτανει καλοκαιρι.

χιονι στη θεση της καρδιας σου λεω.

και με σκιζουν μουσικες και λεξεις.

αιμα σταζουν

κατοικω στη θλιψη.με κατοικει η θλιψη.

χρονια τωρα.

χρονια.

και δεν αλλαζει μερα με τη μερα.

απλα δεν αλλαζει.

και το μονο που κανω ειναι να καθομαι μπροστα απο μια γαμημενη οθονη και να γραφω..να γραφω..

η ζωη που ειναι ρε σεις;

κι εγω πια τοσο τυφλη ειμαι;

μα τοσο;

ουρλιαζω εντος μου.



"Στις χαραυγες ξεχνιεμαι"..σε αυτες και στα ηλιοβασιλεματα..

με μονο προσωπο το δικο μου.

αορατο ομως ε.

ποιος να με δει..

τις ευχες μου τις καμουφλαρω σε σιωπες μην τυχει και ακουστουν.

γελια παιδικα μεσα στο μυαλο μου.γελια και παιχνιδια παιδικα

τοτε που ολα ηταν ομορφα.

τωρα που τιποτα δεν αντεχεται.
(ειπα δε θα ξαναγραψω ε;)

ψεμα.οπως και ψεμα τα χαμογελα που γραφω.
αλλα πως αλλιως θα τα πιστεψω..

Πέμπτη 10 Μαΐου 2007

Γέλα μου

Photo by bagassera

"Αν δεν υπήρχαν επισκέπτες,
όλα τα σπίτια θα ήταν τάφοι"
Kahlil Gibran
.

Τώρα που θα βγεις από το σπίτι,
φόρα πάλι εκείνη τη μάσκα με το χαμόγελο.
Θα συναντήσεις κόσμο.
Μη δουν, μην καταλάβουν.
Μην τους αφήσεις!


Κι η παράσταση συνεχίζεται...

Xibalba


We're almost there.
Through that last dark cloud is a dying star.
And soon enough, Xibalba will die.
And when it explodes,
you will be reborn.
You will bloom.
And I will live.
Don't worry.
We're almost there.

(προσωρινό) Φινάλε



Τα μεθυσμένα αγγελούδια μου κοίτα
πως φτερουγίζουν στης γιορτής τον αέρα
με κάθε μου όνειρο, με κάθε μου ελπίδα
γεμίζουν χρώματα τη μαγική μου σφαίρα
Τ’ αλλοπαρμένα αγγελούδια μου κοίτα
πως ξεμυτάν απ’ τ’ ουρανού τα λημέρια
γλιστρώντας πάνω σε μια αέρινη τσουλήθρα
έρχονται όλα να με βρουν εδώ πέρα
Κι όλοι το ξέρουν πως
απόψε θα ’χουμε μια όμορφη νύχτα
κι αύριο θα ’ναι μια καλύτερη μέρα
απόψε θα ’χουμε μια όμορφη νύχτα
κι αύριο θα ’ναι μια καλύτερη μέρα
απόψε θα ’χουμε μια όμορφη νύχτα
κι αύριο θα ’ναι άλλη μια ..

Φιναλε-Τρυπες


σσσσσς......(μερικές φορές δε μπορείς να κάνεις αλλιώς..μόνο να "φεύγεις" μπορείς)

Τρίτη 8 Μαΐου 2007

freaks love freaks


δεν ξέρω γιατί αγαπώ τόσο πολύ τα freaks
μάλλον γιατί είμαι κι εγώ
η φωτογραφία είναι της εξαιρετικής Diane Arbus, έργο και ζωή αφιερωμένα στους ξεχωριστούς ανθρώπους
ευχαριστώ για την πρόσκληση
χαίρομαι που σας συναντώ

Φτελιά




Εγώ τον ξέρω το βυθό, λέει. Τον έχω γνωρίσει με την πιο βαθια μου ρίζα:
Είναι αυτό που φοβάσαι.
Εγώ δεν το φοβάμαι: Έχω βρεθεί εκεί.

Να` ναι η θάλασσα που αφουγκράζεσαι μέσα μου;
Η πικρία της;
Ή η φωνή του κενού, που πάντα σε τρέλαινε;


Ο έρωτας είναι μια σκιά.
Πως ψεύδεσαι και θρηνείς στο κατόπι του
Άκου: αυτές είναι οι οπλές του: έφυγε τρέχοντας, σαν άλογο.

Έτσι κι εγώ όλη τη νύχτα θα καλπάζω ορμητικά,
Μέχρι να γίνει πέτρα το κεφάλι σου, το μαξιλάρι σου ένας μικρός ιππόδρομος,
Που θ` αντηχεί, που θ` αντηχεί.

Ή θα` θελες να σου` φερνα του φαρμακιού τον ήχο;
Τώρα ακούγεται η βροχή, αυτή η απέραντη σιωπή.
Κι αυτός είναι ο καρπός της: λευκός σαν δηλητήριο.

Εγώ έχω υποστεί τις θηριωδίες της δύσεως.
Καμένη ως τη ρίζα
Τα πυρακτωμένα ηλεκτρικά μου νήματα καιόμενα, ορθά, ένα συρμάτινο χέρι.

Τώρα γίνομαι κομμάτια, ραβδιά που εκτινάσσονται.
Άνεμος τέτοιας βιαιότητας
δε θα ανεχτεί παρατηρητές: Πρέπει να ουρλιάξω.

Η άγονη σελήνη, είναι κι αυτή ανελέητη
Άσπλαχνα θα μ` έσερνε κοντά της,
η λάμψη της με τραυματίζει. Ή μπορεί να την έχω εγώ αιχμαλωτίσει.


Την αφήνω να φύγει. Την αφήνω να φύγει.
Φθίνουσα κι επίπεδη, σαν να` χει υποστεί ριζική επέμβαση.
Πως μ` έχεις έτσι προικίσει με τους εφιάλτες σου που με κατέχουν.

Με κατοικεί μια κραυγή.
Κάθε βράδυ φτεροκοπά προς τα έξω
ψάχνοντας, με τ` αγκίστρια της κάτι ν` αγαπήσει.

Πως με τρομάζει αυτό το σκοτεινό πράγμα
που μέσα μου κοιμάται·
ολημερίς νιώθω τις απαλές, ανάλαφρες δονήσεις του, τη μοχθηρία του.

Σύννεφα περνούν και διασκορπίζονται.
Αυτά είναι τα πρόσωπα του έρωτα, αυτά τα χλομά κι αλύτρωτα;
Γι` αυτά λοιπόν ταράζεται η καρδία μου;

Είμαι ανίκανη για περισσότερη γνώση.
Τι είναι αυτό, αυτό το πρόσωπο
τόσο δολοφονικό μέσα στο βρόχο των κλαδιών του; -

Με τα φιδίσια οξέα του φιλά.
Μαρμαρώνει τη θέληση. Αυτά είναι απομονωμένα, αργόσυρτα σφάλματα.
που σκοτώνουν, σκοτώνουν, σκοτώνουν.

Σύλβια Πλαθ

Νομίζω πως ερωτεύτηκα...

Σάββατο 5 Μαΐου 2007

Paris


Κανονας Δημοσιας Υγιεινης:
Απαγορευεται η ανθρωπινη επαφη μεσω των ματιων.

Ετων 18: Μολις τοποθετησε την ταυτοτητα στον εγκεφαλο της.
Συνδεμενη με καποιον κεντρικο υπολογιστη που καταγραφει καθε σκεψη, καθε συναισθημα και καθε πραξη της.
Καθε φορα που κοιταζει καποιον, ενεργοποιειται και το βλεμμα απομακρυνεται.

Ετων 36: Κλεινει το δευτερο τεταρτο της ζωης της.
Το εκανε απο μικρη. Χωρισε τη ζωη της σε τεσσερα κομματια.
18 χρονια το καθενα. 72 χρονια ο μεσος ορος ζωης...

Ωστοσο... “καποια πραγματα ακομη δεν μπορω να τα εξηγησω.
Οπως αυτο.
Ο νομος λεει οτι απαγορευεται να κοιταζεις ανθρωπους που δεν γνωριζεις στα ματια.
Ο προσωπικος σου επεξεργαστης-αισθητηρας αντιλαμβανεται την επαφη και δινει εντολη στον εγκεφαλο να αποφυγει τα ανθρωπινα ματια.
Ακριβως 18 χρονια απο τοτε που μου τοποθετησαν το προσωπικο μου τσιπ.
Δεν εχω αισθανθει ποτε τιποτα. Εχω κοιταξει πολλες φορες, πολλα ματια αγνωστων.
Στο μετρο, στο λεωφορειο, στα πολυκαταστηματα.

Δεν λειτουργει σωστα.
Μου ειναι αγνωστοι.
Θελω να τους φωναξω ‘κοιταξτε με...μπορειτε...δε θα γινει κατι’.
Πως γινεται να τους ξερω, αφου δεν τους θυμαμαι…”.

“Ισως να σχετιζεται με αυτο:
Οταν εχω οργασμο το αριστερο μου ματι τρεμοπαιζει,
το νευρο χτυπαει αλυπητα δυο φορες καθε δευτερολεπτο
σαν ενα προσωπικο χρονομετρο, δεν εχω τον ελεγχο του.”

Παρασκευή 4 Μαΐου 2007

ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΡΙΤΕΣ...



Πού είν’οι δάνδηδες και οι μανδραγών(ρ)ες;
Οι χαιμανδράκοι και οι μανδαρίνοι;

(ΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕΛΦΙΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΔΕΛΦΙΝΟΙ!).

Κι εκείνοι οι μιθριδάτες που κοιτάζουν εάν το δόρυ τους
Είναι πιο αιματοβαμμένο και κοφτερό απ’του διπλανού.
(Όχι του νού,
Ούτε του ροϋ,
Μάλλον με πνεύμα ποταπού και του συρμού.)

Πού βαδίζουν λαμπεροί οι κόμητες χαρτογιακάδες,
Κ’οι ευγενείς γόνοι;

(ΜΑ Κ’ΟΙ ΣΑΞΟΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ!).

Και οι ευέλπιδες απογόνοι, οιηματίες με μανδίες και με δοκησισοφίες.
Κορδωμένοι, δομημένοι και τα μάλλα ματσωμένοι.
Μα δεν έχει σημασία αν θα μένουν στην παράγκα,
δίχως τον Paul Frank, μαρμάγκα...
Μέσ’το Πορσικό ωραίοι, οσελότοι, αρουραίοι. (ΤΙ ΝΑ ΦΤΑΙΕΙ;)
Ξανθιά κλαίει, και φωνάζει και ουρλιάζει η αγοραία-ΑΓΟΡΑΙΟΙ!

Και απ’την άλλη όμως τι μένει;
Μήπως οι διανοου-μέ-νοι;

(ΒΑΛΤΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΚΡΑΓΜΕΝΟΙ ! ΑΥΤΟΕΠΙΒΕΒΑΙΩΜΕΝΟΙ!)

Προ και μετωπίδα, η αψίδα κεραμίδα στο κεφάλι.
Να χορεύει πεντοζάλη-μήπως κουνηθεί η λέξη (ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΡΕΞΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΡΕΞΕΙ!)
Φαρισαίοι!

-Μα το ποίημα τι λέει, ποιητά και συγγραφέα;
-Αντιλέει, αντιλέει! Στον καθρέφτη του σπιτιού σου προκριτή
και κήνσορα-τιμητή των πάντων.
Ζάρωσα ο ποιήτης, κι έβαλα τελεία.


Στο τραπέζι του χειρούργου περιμένουμε όλοι μας,
Με ανοιγμένα σωθικά, για να μας ράψουν με την ουρά ενός κομήτη ή με την καρδιά ενός άστρου.
Κατά τα άλλα σε πίδακες συντριβανιών, ή σε τηλεφωνικούς θαλάμους.



Στιγμιότυπο απο πίνακα El Greco: The Burial of Count Orgasz

© Κωστής Ντέμος

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

121718


Οι μέρες κολλάνε πάνω στην πλάτη μου. Μέρες γεμάτες δουλειές. Από κείνες που δεν αφήνουν χρόνο να κοιτάξεις τους διπλανούς απο μέσα. Μόνο να τους ακούσεις να περνάν. Στρείδια με μυαλά στρειδιού οι άνθρωποι mi carihno. Δεν καταλαβαίνουν την αγάπη και την καύλα. Παρεξηγημένα κεφάλια κομπλεξικοι και ακαυλοι που δε σταμάτησαν ποτέ στην ακρη του δρόμου να σώσουν μια χελώνα, μήτε ακινητοποιήθηκαν ποτέ για μια ολόκληρη ώρα μπροστά σε μικρά αγριογούρουνα.Γιατί σαυτούς τίποτα μαγικό δε συμβαίνει. Ποτέ δε συναντάνε χελώνες στη στράτα τους. Τα αστέρια δεν πέφτουν ποτέ όποτε κοιτάζουν τον ουρανό. Κι οι άνθρωποι τους φέρονται με αγένεια πάντα. Άσχημα συμβαίνουν στους άσχημους βασιλιά μου, κι ομορφιές στους όμορφους. Άσχημα όχι από ατυχία. Μα γιατί αυτά μονάχα ξέρουν να περιμένουν. Όμορφα όχι απο τύχη, μα γιατί αυτά κυνηγούν. Όμορφη ένιωθα απο μέσα το ξέρεις. Κι όμορφη θα νιώθω πάντα όσο σε έχω κοντά μου. Εσύ που με βρίσκεις όμορφη τις πιό παράξενες στιγμές. Εκείνες που ντρέπομαι που υπάρχω. Μ'εχεις δει έτσι οπως δε θ'αφήχω ποτέ κανέναν να με δει από φόβο μη με βρει άσχημη. Ξέρω πως μονάχα εσύ με βρίσκεις όμορφη όταν είμαι εγώ. Κι αυτό το εγώ μπορεί να έχει πολλές ασχήμιες μέσα και πρώτα πρώτα τον πόνο που μόνο εσύ μπορείς να διακρίνεις απο μακρυά κι ας κάνεις πως δεν υπάρχει. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που καθόμουν μόνη κι έβλεπα την "Ανθρώπινη φωνή" κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς μόλις τελείωσε. Και δεν μπορούσα να μιλήσω μετά. Και με πήρες τηλέφωνο απο 'κείνο το ξενοδοχείο και μου είπες τα πιό φραουλένια λόγια που έχει πει ποτέ άνθρωπος σε άνθρωπο. Τότε ένιωσα πως τα 230 χιλιόμετρα που μας χώριζαν θα μπορούσαν να γίνουν ένα βήμα. Κι έγιναν. Το καταφέραμε κι αυτό. Αγκαλιαστήκαμε με διακόσια τριάντα χιλιόμετρα ανάμεσα μας. Τσαλακωμένα και ντροπιασμένα χιλιόμετρα. Μπορεί να ήταν τότε που σου είπα πως μια μέρα θα κάνω το άσπρο μαύρο για σένα. Ξέρω, θα προτιμούσες να κάνω το μαύρο άσπρο....δεν ξέρω αν πιάνει όμως...Πιάνει; Μ'αρέσει να σκέφτομαι πως κοιμάσαι στο διπλανό δωμάτιο. Μπορώ κάθε στιγμή να έρθω να ακουμπήσω τον ύπνο σου χωρίς εκείνος να καταλάβει.Θυμάμαι εκείνο το Μαγιάτικο ταξίδι στην ΑΘήνα μέσα στο τραίνο. Θυμάμαι ακόμη το γιαούρτι με γεύση φράουλα κι εσένα να περιμένεις να το φάω για να με γαμήσεις. Το έτρωγα επίτηδες αργά και γελούσα. Περίμενα να ορμήξεις και να το πάρεις από τα χέρια μου μα ήταν η σειρά σου να με ξαφνιάσεις. Συνέχισες να κοιτάζεις έξω κι όταν το έφαγα όλο, έσβησες το φως της καμπίνας δήθεν για να κοιμηθούμε. Σκοτάδι κι η καύλα μας να στάζει πάνω στις ράγες του τραίνου και τα βογγητά μας να παλεύουν με τον ήχο της μηχανής. Φορούσες καφέ ρούχα κι εγώ το λατρεύω αυτό το χρώμα πάνω σου. Εγώ φορούσα εκείνο το φουστάνι με τα κουμπιά και τα μικροσκοπικα λουλουδάκια που δεν το βγάζω ποτέ όταν γαμιόμαστε. Μου ξεκουμπώνεις μόνο δύο κουμπιά απο πάνω. Τα ξημερώματα η Αθήνα μας περίμενε να τη μυρίσουμε κι εγώ έδειχνα με καμάρι το τσαλακωμένο μου φουστάνι...Κι όλα αυτά, κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα λέω, πού να τα πω; Ποιός να καταλάβει; Τους βαρέθηκα όλους. Κανείς δε μας ξέρει. Κανείς δε μας καταλαβαίνει. Κι εγώ το βράδυ στις προσευχές μου παρακαλάω να ξυπνήσω και να ναι όλοι άνθρωποι γύρω μου. ΆΝθρωποι έτοιμοι να αγαπήσουν. Καταλαβαίνεις; Κι όταν τους συναντάς να μη χρειάζεται να σου πουν τυπικές καλημέρες και καλησπέρες... Μα να σου λένε "γεια σου, αγαπώ το πράσινο γιατί μου θυμίζει την πρασόπιτα της γιαγιάς μου" .. ΆΝθρωποι που θα αγαπήσουν τα μέσα τους αφήνοντας επιτέλους τα έξω τους να ψοφήσουν. Που θα αγαπήσουν το κόκκινο όχι γιατί τους έμαθαν να λέν πως είναι το χρώμα του πάθους που δεν ένιωσαν ποτέ μα γιατί κόκκινες είναι οι φράουλες κι οι ντομάτες. ΑΝθρώπους που θα έχουν δικούς τους λόγους να αγαπούν. ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ....Όχι δανεικές παπάρες, δανεικά λόγια, δανεικές αγάπες και δανεικά ποιήματα. Να αγαπούν τους δικούς τους ποιητές και τα δικά τους χρώματα και τη λάσπη πιό πολύ από τη θάλασσα...Πότε θα συναντήσω έναν τέτοιο άνθρωπο! Θα τον φιλήσω και θα του πώ... Κι εγώ αγαπώ το καφέ γιατί το φορούσε ο πιό αγαπημένος μου άνθρωπος στον κόσμο έναν Μάη σ'ενα τραίνο. Θα με καταλάβει. Θα αγκαλιαστούμε και θα συνεχίσει το δρόμο του ο καθένας.. Καλός μας Μάης...Χαίρομαι που τελέιωσε ο Απρίλης.

Τρίτη 1 Μαΐου 2007

μαύρη πρωτομαγιά


Photo by amberfoxwing



Πρώτη του Μάη κι αντί για χέρια γεμάτα λουλούδια έχω μια άδεια θλίψη στο βλέμμα. Το ‘ξερα από χθες, το ένιωθα να ‘ρχεται αργά, βασανιστικά, σαν αντίστροφη μέτρηση.

Χαίρομαι πολύ που εδώ υπάρχει για μένα ένας χώρος όπου μπορώ να γράφω ό,τι θέλω. Δυστυχώς το blog μου από δω και μπρος θα αυτολογοκρίνεται. Δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες. Ούτε οι φίλοι πια δεν αντέχουν να με διαβάζουν. Η αλήθεια τους βαραίνει. Θα πρέπει λοιπόν να προσέχω τι λέω, πώς το λέω και για ποιον το λέω. Θα πρέπει να σκέφτομαι μήπως κάποιον πληγώσω ή μήπως κάποιον εκθέσω. Θα πρέπει να δικαιολογούμαι για τον οποιονδήποτε αυθορμητισμό κρύβω μέσα μου, για τα αισθήματά μου και για το ίδιο μου το είναι ακόμα. Σε λίγο θα πρέπει να ζητάω και συγνώμη που νιώθω τόσα πολλά.

Ευτυχώς αυτό δε χρειάζεται να το κάνω εδώ μαζί σας. Εδώ θα ξερνάω όλη μου τη μαυρίλα κι όλους μου τους ανεκλήρωτους έρωτες και δε θα πληγώνεται κανείς. Τι καλά που σας βρήκα!


Together, We Will Live Forever (The Fountain)