Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Πάντα



Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί στο λεωφορείο αποτελούσε πάντα την τελευταία επιλογή διπλανού. Πάντα. Θα έμπαινε στο άδειο όχημα πάντα στην αφετηρία και θα καθόταν μόνος του δίπλα στο παράθυρο της αριστερής πλευράς. Θα θυμόταν πάντα το εισιτήριο εκ των υστέρων και θα σηκωνόταν να το χτυπήσει βιαστικά, μην τύχει και κάποιος ξαφνικά του πάρει τη θέση. Θα παρατηρούσε τον κόσμο ενώ έμπαινε σταδιακά από τις στάσεις. Γριές με τσάντες νάιλον, παιδιά με φασαρία, ανόητοι με ύφη ψευτοάνετα, μελαψοί Πακιστανοί με χτενισμένα μαλλιά και πουκάμισα εξόδου Κυριακής, κοπέλες όμορφες με βλέμματα καρφιά. Οι όμορφες κοπέλες θα τον μελαγχολούσαν πάντα μέχρι τα βαθειά του γεράματα- όχι γιατί δεν θα μπορούσε να τις αποκτήσει.

Θα ξεχνιόταν παρακολουθώντας τις γραμμές του πεζοδρομίου να ρευστοποιούνται σε παρδαλούς σχηματισμούς και τις συνοικίες των τσιμεντένιων παραδείσων ενός καταναγκαστικού, ενός μεταναστευτικού, ενός αστικού κι ενός κομπλεξικού ονείρου (ανάλογα) να τρέχουν βιαστικά προς τα εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Θα ζήλευε όσους τα κατάφεραν με κόπο και θα θαύμαζε όσους δεν χρειάστηκε να κοπιάσουν αλλά ωστόσο κατάφεραν ένα βήμα πιο κει.

Θα συνερχόταν από ένα απότομο φρενάρισμα δύο στάσεις πριν το δικό του τέρμα και θα έβλεπε τον κόσμο που περίσσεψε, όρθιο και γαντζωμένο στις βρώμικες χειρολαβές. Θα έβλεπε το διπλανό του κάθισμα πάντα άδειο. Θα αναρωτιόταν αν ο ίδιος μυρίζει άσχημα ή αν έχει υποκοσμικό βλέμμα πρεζάκια ή παλιοαλβανού και αφού θα απέρριπτε και τα δύο ενδεχόμενα θα αναρωτιόταν εκ νέου. Θα σκεφτόταν θεωρίες που θέλουν τον κόσμο εμποτισμένο με μια παράξενη, μεταφυσική ροπή προς τα μακριά του, θεωρίες υποψιασμένες πως κάτι δεν πάει καλά με αυτόν εκεί, ακόμα και θεωρίες για ζωώδη ένστικτα που μυρίζονται και αποστρέφονται κατά περίσταση.

Ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί στο λεωφορείο αποτελούσε πάντα την τελευταία επιλογή διπλανού. Ωστόσο εκείνη τη στιγμή θα άκουγε από το ραδιόφωνο του κινητού το τραγούδι που πριν από χρόνια τον οδήγησε με 160 χιλιόμετρα την ώρα μέσω της Συγγρού σ’ εκείνη την παράνοια. Θα έσκαγε ένα χαριτωμένο χαμόγελο και θα καταστάλαζε ικανοποιημένος πως τόσον καιρό το κάθισμα δίπλα του έμενε πάντα αδειανό, μην τύχαινε κι επιβιβαζόταν εκείνη από το πουθενά.

(Μάταια)

Δεν υπάρχουν σχόλια: