Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

.



Έβαψα έναν τοίχο κόκκινο κι έναν άλλον γκρι που αντικρυστά κοιτιούνται. Ο ένας για το πάθος μου, ο άλλος για τη μελαγχολία. Αυτήν που συχνά κρύβω. Πες μου πώς γίνεται και δυο χρώματα τόσο αντίθετα συζούνε μες στον ίδιο άνθρωπο; Και πες μου γιατί διάλεξα να βλέπω γκρι την κάθε μέρα που ξυπνάω; Γιατί έβαλα το κόκκινο πίσω απ’ την πλάτη; Λες και να μουτζουρώσω θέλησα την κάθε μέρα που αρχίζει. Κι όμως δεν είμαι έτσι εγώ. Εγώ από μικρή άλλα ήθελα. Μα άλλα έκανα. Σήμερα, αν μπορούσα, θα έπαιρνα πινέλο κι άντε πάλι από την αρχή. Να βάφω μέχρι να νυχτώσει κι άμα τελειώσει κι η μπογιά, να βάλω λίγο αίμα. Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ποτέ γιατί βάφουμε κόκκινα τα χείλη; Γιατί μπλε και πράσινα τα μάτια; Θέλω μια νύχτα να με βάψω όλη μωβ, πράσινο σμαραγδί ή μπλε του κοβαλτίου. Θέλω να δω την έκπληξη στα μάτια όλων, να λένε πως τρελάθηκα, ν΄ αναρωτιούνται. Ναι, πάντα έτσι ήμουνα από μικρή, τρελή κι αλλοπαρμένη, αλλά με βάλανε σ΄ ένα καλούπι και με τραβούσανε μέχρι να στρώσω. Δε γαμιέστε όλοι σας κι εσείς κι οι μικρές ασήμαντες ζωές σας! Ως πότε θα ακολουθώ το δρόμο που άλλοι χάραξαν για μένα; Κάποιος μου τηλεφώνησε και μίλαγε σαν τίποτα δεν άλλαξε, σαν τίποτα δεν έχει γίνει. Έτσι καμώθηκα κι εγώ πως όλα είναι ίδια. Καμιά αφύπνιση, αλλαγή καμία. Κι όμως, αν δεις λίγο βαθύτερα, δεν είμαι ίδια. Κάτι μέσα μου έσπασε. Πίσω δε γυρίζω.


1 σχόλιο:

drunksoul είπε...

Δυστυχώς σιγά σιγά όλοι μπαίνουν σε καλούπια και το κόκκινο αρχίζει να ξεθωριάζει μέχρι να γίνει γκρι. Τουλάχιστον νιώθεις ακόμα την ανάγκη για μωβ, πράσινο σμαραγδί ή μπλε του κοβαλτίου. Κάποιοι την έχουν χάσει και αυτή.